- ἀλευρομαντεῖα
- ἀλευρομαντεῖονdivination from flourneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλευρομαντεία — Είδος μαντικής με αλεύρι, κατά την αρχαιότητα. Ο τρόπος και οι λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες, φαίνεται όμως ότι συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα. * * * η αρχ. είδος μαντικής στην οποία χρησιμοποιούσαν αλεύρι … Dictionary of Greek
αλευρομαντείον — ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις] το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
αλφιτοσκόπος — ἀλφιτοσκόπος, ο (Α) κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + σκόπος < σκοπός] … Dictionary of Greek